κυκήσω

κυκήσω
κυκάω
stir: aor subj act 1st sg (attic ionic )
κυκάω
stir: fut ind act 1st sg (attic ionic )
κυκάω
stir: aor ind mid 2nd sg (attic ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυκήσω — κυκάω stir aor subj act 1st sg (attic ionic) κυκάω stir fut ind act 1st sg (attic ionic) κυκάω stir aor ind mid 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεισπηδώ — ἐπεισπηδῶ, άω (A) [εισπηδώ] 1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν. β. ἐγὼ δ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» κι εγώ πηδώντας,… …   Dictionary of Greek

  • κυκώ — κυκῶ, άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, άω (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ. β. «αἱ μὴ τί τ εἴπην γλώσσ ἐκύκα κακόν», Σαπφ. γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.) 2. αναταράσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”